- δωωσι
- δώωσι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δώωσι — δίδωμι Aër. aor subj act 3rd pl (epic ionic) δίδωμι Aër. aor subj act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώωσ' — δώωσι , δίδωμι Aër. aor subj act 3rd pl (epic ionic) δώωσι , δίδωμι Aër. aor subj act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπις — όπις, ιδος, ἡ (Α) 1. (με ή χωρίς τη λέξη θεών) α) (με κακή σημ.) η τιμωρία που ακολουθεί την παράβαση τών θείων νόμων, η εκδίκηση τών θεών, η θεία δίκη (α. «οὐδ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν», Ομ. Οδ. β. «πρίν γ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν», Ησίοδ.) β) η… … Dictionary of Greek